φιλοχωρώ

φιλοχωρώ
-έω, Α
αγαπώ έναν τόπο ή μια χώρα, μού αρέσει να μένω σε έναν τόπο ή σε μια χώρα («Θεοὺς δύο ἀχρήστους οὐκ ἐκλείπειν σφέων τὴν νῆσον, ἀλλ' ἀεὶ φιλοχωρέειν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -χωρῶ (< -χωρος < χώρα), πρβλ. στενο-χωρῶ. Ο τ. φιλόχωρος είναι μτγν. τού ρ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλοχώρῳ — φιλόχωρος fond of a place masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχωρία — ἡ, Α [φιλοχωρῶ] η αγάπη για έναν τόπο …   Dictionary of Greek

  • χωροφιλώ — έω, Α αγαπώ έναν τόπο και μού αρέσει να βρίσκομαι συχνά σε αυτόν, φιλοχωρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + φιλῶ (< φίλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”